Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων


Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά την περίοδο ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αλλαγές που επήλθαν στην αγορά εργασίας του τόπου ήταν σημαντικές. Ακόμη πιο σημαντικές είναι οι αλλαγές που οφείλονται στην οικονομική κρίση και την παρατεταμένη ύφεση.

Η απασχόληση εργαζομένων από ορισμένα Κράτη Μέλη της Ε.Ε, από τρίτες χώρες και τουρκοκυπρίων, η μάστιγα της παράνομης και αδήλωτης εργασίας και ο φόβος της ανεργίας, έχουν οδηγήσει στη δημιουργία εκφάνσεων άνισης μεταχείρισης και εκμετάλλευσης. Στις πλείστες των περιπτώσεων, οι εργαζόμενοι που ανήκουν στις κατηγορίες αυτές παραμένουν ανοργάνωτοι και δεν έχουν καμία δυνατότητα εκπροσώπησης για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.

Τα δεδομένα αυτά έχουν αρνητικό αντίκτυπο, όχι μόνο στους εργαζόμενους, αλλά και στη μεγαλύτερη μερίδα των επιχειρήσεων, οι οποίες υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό από μερίδα εργοδοτών, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τις εγγενείς αδυναμίες, ή τα κενά, που παρουσιάζει το σύστημα εργασιακών σχέσεων της Κύπρου.

Το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων συνειδητοποιώντας την ανάγκη εκσυγχρονισμού του συστήματος εργασιακών σχέσεων, προχώρησε σε ενδελεχή μελέτη του συστήματος, ώστε να φανεί σε ποιο στάδιο της όλης διαδικασίας διαπραγματεύσεων θα μπορούσαν να συμφωνηθούν με τους κοινωνικούς εταίρους βελτιώσεις που να διασφαλίζουν στο μεγαλύτερο βαθμό τα δικαιώματα, αλλά και τις υποχρεώσεις της κάθε πλευράς.

Κοινή διαπίστωση ήταν ότι το ίδιο το σύστημα, το οποίο βασίζεται στην εφαρμογή των προνοιών του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων, τυγχάνει ευρείας αποδοχής και σεβασμού και ότι δεν προκύπτει λόγος αλλαγής των εθελοντικών ρυθμίσεων που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια της διαδικασίας διαπραγμάτευσης για τη σύναψη ή την ανανέωση συλλογικών συμβάσεων.

Εκεί που διαπιστώθηκε ότι προκύπτει ανάγκη εισαγωγής νέων ρυθμίσεων, είναι στο στάδιο που προηγείται της εφαρμογής των διαδικασιών του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων, αφού οι διαδικασίες του προϋποθέτουν την προηγούμενη αναγνώριση από τον εργοδότη μιας ή περισσότερων συντεχνιών για σκοπούς διαπραγμάτευσης.

Από μελέτη των αναφυόμενων προβλημάτων, διαπιστώθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση που εργαζόμενοι έχουν καταφέρει να οργανωθούν, αρκετά είναι τα παραδείγματα όπου εργοδότες έχουν αρνηθεί να αναγνωρίσουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που τους εκπροσωπούν, στερώντας τους έτσι το θεμελιώδες δικαίωμα για διαπραγμάτευση με τον εργοδότη με σκοπό τη σύναψη συλλογικής σύμβασης.

Καθίσταται σαφές ότι, άρνηση του εργοδότη να διαπραγματευτεί με συνδικαλιστικούς εκπροσώπους με σκοπό τη σύναψη συλλογικής σύμβασης, παραβιάζει και στερεί συνταγματικά δικαιώματα των υπαλλήλων του. Παρόλο που κανένας νόμος δεν μπορεί να τον υποχρεώσει να καταλήξει στη σύναψη συλλογικής σύμβασης, ο εργοδότης έχει σαφή υποχρέωση να διαπραγματευτεί καλόπιστα προς το σκοπό αυτό. Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από τις συμβατικές υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, επιβάλλεται σαφής υποχρέωση στον εργοδότη να επιτρέπει σε συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, μετά από συνεννόηση μαζί του, να εισέρχονται στον χώρο εργασίας και να ενημερώνουν εργαζομένους για τα οφέλη από την οργάνωση σε συντεχνία ή να επισκέπτονται υφιστάμενα μέλη τους.

Με βάση τα πιο πάνω, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από τέσσερα χρόνια διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους, πέτυχε την ομόφωνη ψήφιση από την Βουλή των Αντιπροσώπων του περί της Αναγνώρισης της Συνδικαλιστικής Οργάνωσης και του Δικαιώματος Παροχής Συνδικαλιστικών Διευκολύνσεων για Σκοπούς Αναγνώρισης Νόμου του 2012 (Ν.55(Ι)/2012) καθώς και του περί της Σύμβασης περί των Αντιπροσώπων των Εργαζομένων (Κυρωτικού) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2012 (Ν.10(ΙΙΙ)/2012).

Προσβασιμότητα Όροι Χρήσης