Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων


Συνδικαλιστική Οργάνωση

Η Κύπρος έχει μακρά παράδοση στην ανάπτυξη υγιών εργασιακών σχέσεων. Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αποκρύψει τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι πρώτες εργατικές κινητοποιήσεις στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Μέχρι το 1930 δεν υπήρξαν αξιόλογες εργατικές ενώσεις στις οποίες αξίζει να γίνει αναφορά. Η έννοια του όρου "εργατικά δικαιώματα" ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ οι όροι και οι συνθήκες απασχόλησης των εργοδοτουμένων ήταν γενικότερα σε άθλια επίπεδα. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε αριθμός κινητοποιήσεων κατά την περίοδο αυτή, οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν λόγω της καταστολής τους από την τότε αποικιοκρατική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, οι προσπάθειες για την δημιουργία σοβαρών εργατικών κινημάτων, τα οποία θα προάσπιζαν και θα προωθούσαν τα δικαιώματα των εργαζομένων, επίσης αντιμετώπιζαν τη σθεναρή αντίσταση της Αγγλικής Διοίκησης.

Το 1932 ψηφίστηκε ο πρώτος περί Συντεχνιών Νόμος και διορίστηκε Έφορος Συντεχνιών. Με την εξέλιξη αυτή η εγγραφή Συντεχνιών έγινε πλέον υποχρεωτική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Βρετανική διακυβέρνηση άλλαξε την στάση της έναντι των εργατικών οργανωμένων συνόλων. Τουναντίον, η εξέλιξη αυτή είχε περισσότερο ως στόχο τον έλεγχο των εργατικών ενώσεων από τους Άγγλους. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι το 1937, πέντε χρόνια μετά την ψήφιση του Νόμου υπήρχε μόνο μία εγγεγραμμένη συντεχνία. Είναι εμφανές λοιπόν ότι τα εμπόδια που τέθηκαν με τον Νόμο αυτό ήταν όντως ανυπέρβλητα, αλλά και η γενικότερη αντιμετώπιση των Άγγλων προς το εργατικό κίνημα παρέμεινε ίδια και απαράλλακτη.

Μέχρι το 1939, αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εγγεγραμμένων συντεχνιών, ξεπερνώντας τις 30, με τις συντεχνίες αυτές να παραμένουν ασυντόνιστες, διαβρώνοντας έτσι την οποιαδήποτε δύναμη που θα μπορούσαν να αντλήσουν. Τον Νοέμβριο του 1939 έγινε η πρώτη, ανεπιτυχής όμως, προσπάθεια συνένωσης, ή έστω συνεργασίας, των συντεχνιών, με την Πρώτη Παγκύπρια Συντεχνιακή Συνδιάσκεψη.

Το 1941 έγινε η δεύτερη Συνδιάσκεψη, που είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Παγκύπριας Συντεχνιακής Επιτροπής (Π.Σ.Ε) και αργότερα της σημερινής Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας (ΠΕΟ). Την ίδια χρονιά η αποικιακή κυβέρνηση χαλάρωσε κάπως τους περιορισμούς τροποποιώντας τον Περί Συντεχνιών Νόμο, και παραχωρώντας επίσης κάποιες ελευθερίες και δικαιώματα. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της έναρξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της ανάγκης ενίσχυσης του συμμαχικού μετώπου έναντι των Γερμανών με ντόπιους στρατιώτες από την Κύπρο και άλλες αποικίες της Μεγάλης Βρετανίας. Η παραχώρηση των νέων αυτών ελευθεριών αποτέλεσαν την αρχή για την περαιτέρω ανάπτυξη της συνδικαλιστικής οργάνωσης στην Κύπρο. Το 1944, αποφασίζεται η ίδρυση της Συνομοσπονδίας Εργατών Κύπρου (ΣΕΚ), η οποία όμως χρειάστηκε έξι ολόκληρα χρόνια για να εγκριθεί η αίτηση της για εγγραφή ως Συντεχνία. Το 1948, ιδρύεται το Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα, ένα τριμερές σώμα κοινωνικού διαλόγου που μέχρι σήμερα διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο τόσο στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, όσο και στον ευρύτερο εργασιακό και κοινωνικό-οικονομικό τομέα.

Από το 1950 και μετά, η συνδικαλιστική οργάνωση αναπτύσσεται πλέον με ιδιαίτερα γοργούς ρυθμούς.

Kατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 αναπτύσσονται αριθμός ανεξάρτητων συντεχνιών κυρίως σε Ημικρατικούς Οργανισμούς, ενώ και στο δημόσιο τομέα παρατηρείται η ίδια άνθηση με τη δημιουργία της Παγκύπριας Οργάνωσης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΑΣΥΔΥ), της Παγκύπριας Οργάνωσης Ελλήνων Διδασκάλων (ΠΟΕΔ), της Οργάνωσης Ελλήνων Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΕΛΜΕΚ), κτλ. Το 1956, ενεγράφη στον Έφορο Συντεχνιών η Ένωση Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου (ΕΤΥΚ), η μεγαλύτερη, μέχρι σήμερα, συντεχνία στον τραπεζικό τομέα. Το 1954 ιδρύεται, επίσης, η Παγκύπρια Ομοσπονδία Τουρκικών Συντεχνιών.

Με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατοχυρώνεται μέσω του Συντάγματος το δικαίωμα της οργάνωσης και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ενώ με την κύρωση της Σύμβασης 87 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας περί της Συνδικαλιστικής Ελευθερίας και Προστασίας του Συνδικαλιστικού Δικαιώματος και της Σύμβασης 98 για την εφαρμογή των αρχών του δικαιώματος της Οργάνωσης και των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται πλέον νομοθετικά.

Το 1965, τίθεται σε εφαρμογή ο περί Συντεχνιών Νόμος, ο οποίος παρέχει πλήρη προστασία και απόλυτη ελευθερία στην εγγραφή συντεχνιών (με προϋποθέσεις όπως αυτές καθορίζονται στο Νόμο). Επίσης, το 1962, ιδρύεται η Δημοκρατική Εργατική Ομοσπονδία Κύπρου (ΔΕΟΚ), η οποία δραστηριοποιείται ενεργά, ως συνδικαλιστική οργάνωση, μετά την επανίδρυση της τον Απρίλιο του 1982.


Αντιπροσώπευση Εργοδοτών

Παρόλο που το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (ΚΕΒΕ) ιδρύθηκε το 1927, η αντιπροσώπευση των εργοδοτών με στόχο την προάσπιση των συμφερόντων τους στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, δεν έγινε κατορθωτή μέχρι το 1959, όταν ιδρύθηκε ο Συμβουλευτικός Σύνδεσμος Εργοδοτών Κύπρου. Το 1970, ο Σύνδεσμος αυτός μετονομάστηκε σε Ομοσπονδία Εργοδοτών Κύπρου, ενώ το 1980, μετονομάστηκε σε Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων Κύπρου (ΟΕΒ). Σήμερα, τόσο η ΟΕΒ, όσο και το ΚΕΒΕ, συμμετέχουν ενεργά στα εργασιακά δρώμενα της Κύπρου, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των εργοδοτών μελών τους.


Ανάπτυξη των Εργασιακών Σχέσεων στην Κύπρο

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι πριν την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν υπήρχαν αναπτυγμένοι θεσμοί και διαδικασίες με βάση τους οποίους οι εργοδότες και οι εργοδοτούμενοι να μπορούν να επιλύουν τις μεταξύ τους διαφορές. Στη μη ύπαρξη τέτοιων θεσμών, συνέτεινε βέβαια και η μη ικανοποιητική οργάνωση των εργαζομένων και των εργοδοτών και η αδιαφορία της αποικιοκρατικής κυβέρνησης. Με βάση την ανύπαρκτη υποδομή για την επίλυση εργατικών διαφορών, ήταν συχνό φαινόμενο η διαταραχή της εργατικής ειρήνης, με απεργίες και πικετοφορίες, οι οποίες σήμερα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι τις πλείστες φορές, η καταφυγή στο μέτρο της απεργίας δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, λόγω ακριβώς της έλλειψης συμφωνημένων διαδικασιών για διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, ενώ, πολλές φορές οι οποιεσδήποτε διαβουλεύσεις/διαπραγματεύσεις γίνονταν μετά τη λήψη μέτρων και όχι πριν.

Μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι εργασιακές σχέσεις στην Κύπρο άρχισαν να αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την αποδοτική συνεργασία μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων. Το 1962, υπογράφεται από τους Κοινωνικούς Εταίρους η Βασική Συμφωνία, με την οποία για πρώτη φορά καθορίζονται διαδικασίες για την επίλυση εργατικών διαφορών. Κατά την ίδια περίοδο, συστήνεται ειδική υπηρεσία στο Υπουργείο Εργασίας, επ' ονόματι Υπηρεσία Βιομηχανικών Σχέσεων. Η εν λόγω Υπηρεσία, το 2004, αναβαθμίζεται σε Τμήμα και μετονομάζεται σε Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων, το οποίο συνέχισε να ενεργεί ως μεσολαβητής στην επίλυση εργατικών διαφορών, με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων.

Το 1977, υπογράφεται ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων, ο οποίος αποτελεί ορόσημο στην υγιή ανάπτυξη των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο. Ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων, είναι μία εθελοντική συμφωνία (χωρίς νομική ισχύ) που μέχρι σήμερα, καθορίζει ξεκάθαρα τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την αντιμετώπιση και επίλυση εργατικών διαφορών, καθώς επίσης και τις διαδικασίες μεσολάβησης προς επίλυση εργατικών διαφορών, που στο στάδιο των απευθείας διαπραγματεύσεων έχουν καταλήξει σε αδιέξοδο. Για περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων παρακαλώ πατήστε εδώ.

Η επιτυχής ανάπτυξη των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων αποτέλεσε το κλειδί για την εφαρμογή ενός εθελοντικού συστήματος εργασιακών σχέσεων, το οποίο έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την τριμερή συνεργασία, την ελευθερία λόγου, τον κοινωνικό διάλογο και τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Από τον καιρό της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας οι εκάστοτε Κυβερνήσεις παρέμειναν πιστές στην ανάγκη ανάπτυξης ισχυρών συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, με στόχο την διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των δύο πλευρών. Για περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά το σύστημα εργασιακών σχέσεων της Κύπρου πατήστε εδώ.

Προσβασιμότητα Όροι Χρήσης